Μιά φορά και ένα καιρό ήτανε ένας Λημνιός αγρότης


Μιά φορά και ένα καιρό ήταν ένας αγρότης που ζούσε στη Λήμνο. Δούλευε σκληρά αλλά ήταν πολύ ευτυχισμένος. Είχε  20 στρέμματα στο νησί και καλλιεργούσε στάρι. Τη μισή παραγωγή την εξήγαγε και την άλλη μισή τη διοχέτευε στην εγχώρια αγορά για ανταλλαγές με άλλα είδη ή τη πουλούσε στον τοπικό έμπορα. Η δουλειά ήταν δύσκολη, αλλά κουτσά στραβά ζούσε αξιοπρεπώς. Μαζί με αυτό είχε τα λαχανικά του τα αυγουλάκια του, το γάλα του και τα άλλα προιόντα που χρειαζόταν καθημερινά.  

 Έρχεται η Ε.Ε. και του λέει, πάρε τόσα για να εκσυγχρονίσεις την εκμετάλλευση σου. Σε αμέσως


επόμενο στάδιο έρχεται ο περιβόητος μεσάζων και του λέει, ξέρεις, το στάρι  δε θα στο πάρω με 2 ευρώ το κιλό γιατί το βρίσκω με 1 ευρώ από την Αίγυπτο. Θα το πάρω λοιπόν με ένα ευρώ. Αυτός, υποκύπτοντας στον εκβιασμό (ελεύθερη αγορά βλέπεις), λεει εντάξει, θα αναπληρώσει το απολεσθέν εισόδημα από την επιδότηση και δε θα εκσυγχρονίσει την εκμετάλλευση του. Το απολεσθέν εισόδημα χρόνο με το χρόνο άρχισε να μεγαλώνει και ούτε η επιδότηση έφτανε πλέον για να το καλύψει.  Έχασε ταυτόχρονα τη δυνατότητα να γίνει ανταγωνιστικός ως προς άλλους σιτοπαραγωγούς της Ευρώπης .

Τα παιδιά, καθώς στο ενδιάμεσο δημιούργησε τη δική του οικογένεια, τον  βλέπουν να ταλαιπωρείται χωρίς αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, οι πολιτικοί άρχοντες της χώρας  άρχισαν ένα όργιο διορισμών στο δημόσιο, το οποίο είχε αποκτήσει πρόσβαση στο φθηνό χρήμα που παρείχε το χρηματοπιστωτικό σύστημα στις χώρες της ευρωζώνης. Αν κατάφερνε κάποιος να τρυπώσει, όχι μόνο απολάμβανε το προνόμιο της μονιμότητας, αλλά και οικονομικά οφέλη δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με το προϊόν που παρήγαγε.  Λεει λοιπόν στα παιδιά του, "κοιτάτε να τελειώσετε μια σχολή και θα πιέσω τον τάδε βουλευτή να σας χώσει κάπου  . Μην ταλαιπωρείστε κι εσείς σαν εμένα."

 Εκεί λοιπόν που μια οικογένεια παρήγαγε στάρι, μετά από μια μόλις γενιά, άρχισε να παραγάγει δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι όχι μόνο δεν δημιουργούσαν πρωτογενές, εξαγώγιμο προϊόν, αλλά επιβάρυναν ταυτοχρόνως το κράτος που αναγκαζόταν να δανείζεται για να καλύψει τις αυξημένες δαπάνες.

Το δεύτερο κομμάτι του παραμυθιού έγινε σχεδόν παράλληλα με το πρώτο ήταν η γέννηση μιας ιδιωτικής αγοράς που δεν παρήγαγε, αλλά παρείχε υπηρεσίες και βασιζόταν στην κατανάλωση. Ο δημόσιος υπάλληλος έχοντας εξασφαλίσει εισόδημα για το υπόλοιπο της ζωής του, χωρίς να παραγάγει τίποτα, άρχισε να συνάπτει στεγαστικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους δίνοντας δουλειά στα 220 επαγγέλματα που ζουν από την οικοδομή. Η αγορά ακινήτου που προερχόταν από το χωράφι που δεν το χρειαζόταν πια,  άρχισε να αποκτά υπεραξία και τροφοδότησε την υπόλοιπη αγορά με νέο, δανεικό χρήμα. Αυτό συνέβη επίσης σε ευρεία κλίμακα. Το αρχικό δανεικό κεφάλαιο λοιπόν, διοχετεύτηκε στην αγορά, όχι προς όφελος της  επιχειρηματικότητας, αλλά προς όφελος της ιδιωτικής κατανάλωσης και της παροχής υπηρεσιών.

Σε αυτό το σύστημα, από νωρίς, μπήκαν τα λαμόγια  και οι «εθνικοί προμηθευτές» οι οποίοι πούλησαν την πραμάτεια τους στο κράτος, μέσω αδιαφανών διαδικασιών, έναντι εξωφρενικά υψηλής αμοιβής . Αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας ήταν να δημιουργηθεί και δεύτερο κύμα αγοράς που βασιζόταν στην παροχή υπηρεσιών και την κατανάλωση.

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι του ΑΕΠ να διαμορφώνεται, εμμέσως ή αμέσως, από τις δημόσιες δαπάνες, και το υπόλοιπο από τον τουρισμό και τις λίγες εξαγωγές. Η περιβόητη ανάπτυξη, η προϋπόθεση δηλαδή, για την αναχρηματοδότηση των παλαιών χρεών από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, επιτυγχανόταν μέσω δανεισμού και επιδοτήσεων καιαυτό το παραμύθι  κατάφερε να λειτουργήσει για περίπου 10 χρόνια.

Φθάσαμε λοιπόν στο τέλος του παραμυθιού. Ο αγρότης  χρωστάει, δεν έχει χωράφι, δεν παράγει δεν μπορεί να ζήσει  Ο αγρότης μιλάει για κρίση. Εδώ τελειώνει το παραμύθι πουδυστυχώς  δεν είναι καθόλου παραμύθι .

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.